- καλαμοπόδαρος
- -η, -οαυτός που έχει μακριά και αδύνατα πόδια σαν καλάμια: Τι να ζηλέψεις απ' αυτή την καλαμοπόδαρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαμοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, ο λεπτός και ισχνός 2. το ουδ. ως ουσ. το καλαμοπόδαρο κνήμη λεπτή και ισχνή σαν καλάμι … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek